αλχημιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλχημιστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική alchimiste
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλχημιστής αρσενικό (θηλυκό: αλχημίστρια)
- αυτός που ασχολείται με την αλχημεία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλχημεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλχημιστής