Ετυμολογία

επεξεργασία
alchimiste < alkemiste < alchimie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ʃi.mist/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alchimiste alchimistes

alchimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία