alchimique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alchimique < alchimie
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alchimique | alchimiques |
alchimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
alchimique | alchimiques |
alchimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό