αλχημικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλχημικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αλχημεία ή αναφέρεται σ' αυτή
- μυστηριώδης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλχημεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυστηριώδης