↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλχημικός η αλχημική το αλχημικό
      γενική του αλχημικού της αλχημικής του αλχημικού
    αιτιατική τον αλχημικό την αλχημική το αλχημικό
     κλητική αλχημικέ αλχημική αλχημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλχημικοί οι αλχημικές τα αλχημικά
      γενική των αλχημικών των αλχημικών των αλχημικών
    αιτιατική τους αλχημικούς τις αλχημικές τα αλχημικά
     κλητική αλχημικοί αλχημικές αλχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλχημικός < αλχημεία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αλχημικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την αλχημεία ή αναφέρεται σ' αυτή
     συνώνυμα: αλχημιστικός
  2. μυστηριώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία