παραθετικά
θετικός magical
συγκριτικός more magical
υπερθετικός most magical

  Ετυμολογία

επεξεργασία
magical < magic + -al

  Επίθετο

επεξεργασία

magical (en)

  1. μαγικός, που αναφέρεται στη μαγεία
    ⮡  a magical mirror - μαγικός καθρέφτης
  2. μαγικός, μαγευτικός
    ⮡  We experienced a magical night.
    Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
    ⮡  The colorful fireworks offered a magical sight.
    Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.

Συνώνυμα

επεξεργασία