Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγικός η μαγική το μαγικό
      γενική του μαγικού της μαγικής του μαγικού
    αιτιατική τον μαγικό τη μαγική το μαγικό
     κλητική μαγικέ μαγική μαγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγικοί οι μαγικές τα μαγικά
      γενική των μαγικών των μαγικών των μαγικών
    αιτιατική τους μαγικούς τις μαγικές τα μαγικά
     κλητική μαγικοί μαγικές μαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγικός < αρχαία ελληνική μαγικός < μάγος < αρχαία περσική magush

  Επίθετο επεξεργασία

μαγικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στη μαγεία
  2. (μεταφορικά) μαγευτικός, πολύ όμορφος, αισθησιακός
    ζήσαμε μια νύχτα μαγική

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία