μυστηριώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μυστηριώδης < -ώδης. Το ελληνιστικό μυστηριώδης (όπως στα μυστήρια)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.sti.ɾiˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐στη‐ρι‐ώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασία
μυστηριώδης, -ης, -ες
- που περιβάλλεται από μυστήριο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μυστηριώδης < αρχαία ελληνική μυστήρι)ον) + -ώδης < μύστης < μυέω
Επίθετο
επεξεργασία
μυστηριώδης, -ης, -ες
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με ιερά μυστήρια ή ιερές τελετές ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ελληνιστική κοινή) που έχει μυστική ή μυστηριακή φύση, όμοιος με μυστήρια
Πηγές
επεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- μυστηριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.