Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μυστήριον τὰ μυστήρι
      γενική τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων
      δοτική τῷ μυστηρί τοῖς μυστηρίοις
    αιτιατική τὸ μυστήριον τὰ μυστήρι
     κλητική ! μυστήριον μυστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  μυστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυστήριον. ήδη τον 6ο αιώνας στον Ηράκλειτο < θεμα μυσ- (όπως στον αόριστο ἔμυσα του μύω (κλείνω μάτια, στόμα) + -τήριον [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυστήριον, -ου ουδέτερο

  1. (αρχική σημασία) τελετή μύησης, μυστικό
  2. μυστήριο
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Ηράκλειτος, Απόσπασμα 14, 4-5. Reliquiae. Heraclitus (Ephesius.) Clarendon, 1877 σελ.48
    τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ’ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦνται
  3. μυστική διδασκαλία, απόκρυφη διδασκαλία
    → δείτε και τον πληθυντικό μυστήρια
  4. σκεύη που χρησιμοποιούνταν σε τελετές
  5. (ελληνιστική σημασία , εκκλησιαστικός όρος) το μυστήριο (στη χριστιανική σημασία)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με μυστηρ-

→ και δείτε τις λέξεις μύστης, μυέω και μύω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μυστήριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία