μύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *mewH- (θέμα μυ-, για ήχο που γίνεται από κλειστά χείλη)[2] απ' όπου και το μυέω / μυῶ < Συγγενές: μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀘𐀍𐀕𐀜 (mu-jo-me-no) (μυωμένῳ στη δοτική) < *mu(s)-jo- [3]
Ρήμα
επεξεργασίαμύω
- (αμετάβατο) (για μάτια, στόμα) είμαι κλειστός, κλείνω
- (για πληγές) κλείνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 420 (στίχοι 420-421)
- οὐδέ ποθι μιαρός· σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκεν, | ὅσσ᾽ ἐτύπη· πολέες γὰρ ἐν αὐτῷ χαλκὸν ἔλασσαν.
- παντού καλός, και θα ᾽βλεπες κλεισμένες τες πληγές του, | που ήσαν πολλές ότι πολλοί του εκέντησαν το σώμα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδέ ποθι μιαρός· σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκεν, | ὅσσ᾽ ἐτύπη· πολέες γὰρ ἐν αὐτῷ χαλκὸν ἔλασσαν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 420 (στίχοι 420-421)
- (για φυτά) ξηραίνομαι, μαραίνομαι
- (μεταφορικά) (για καταιγίδα, πόνο) ησυχάζω, καταπραΰνομαι, κοπάζω
- (μεταφορικά) κάνω διάλειμμα από δουλειά
- (μεταβατικό) κλείνω, διακόπτω
Συγγενικά
επεξεργασία- καμμύω, επικός τύπος : καταμύω
- μύ, μὺ μῦ, μυμῦ (ηχομιμητική λέξη)
- μῦ λαλεῖν
- μυέω / μυῶ
- μυωπάζω
- μυωπία
- μύωψ
Κλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Δορμπαράκης, Π.Χ. Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.