καμμύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμμύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμμύω, επικός τύπος του καταμύω
- για τις διαλέκτους: κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική , από διαφορετικούς διαλεκτικούς τύπους
Ρήμα
επεξεργασίακαμμύω ιδιωματικό ή (καθαρεύουσα)
- κλείνω τα μάτια από νύστα
- : → δείτε παράθεμα στο καμμυόμενος (καθαρεύουσα)
- : (Χρειάζεται μεταφορά στη μετοχή) ※ Ἐν τούτοις ἐγώ τήν νύκτα ἐκείνην οὔτε νά φάγω ἠμπόρεσα, οὔτε νά κοιμηθῶ. Ἐκοιτόμην εἰς τό στρῶμα μέ καμμυομένους ὀφθαλμούς, ἀλλ' ἔτεινον τά ὦτα προσεκτικά πρός πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρός μου, ἡ ὁποία, ὁπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρά τό προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαπολύ συχνότερο σε τοπικές διαλέκτους [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καμμύω [& σχόλια] - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Όροι με καμμυ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμμύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμμύω
Ρήμα
επεξεργασίακαμμύω
- (μεταβατικό) κλείνω τα μάτια (κάποιου)
- (αμετάβατο) κλείνω τα μάτια (μου)
- → δείτε παράθεμα στο καμμυῶντας
- (αμετάβατο) κοιμάμαι
- (αμετάβατο) πεθαίνω
- (αμετάβατο, μεταφορικά) παραβλέπω, αδιαφορώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίακαι δείτε απογόνους τους στις νεοελληνικές διαλέκτους
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἐκάμμυσε
- κάμμυσε
- καμμύσω
- καμμυῶντας (μετοχή)
- καμνυσμένος (μετοχή)
- καμμυμένος (μετοχή παρακειμένου)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- καμμύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- καμμύω σελ.312-313, σελ.313, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμμύω < καταμύω με αιολική συγκοπή της πρόθεσης κατ(ά) + μύω (μισοκλείνω τα μάτια) με αφομοίωση κατμ > καμμ[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: καμμύω ⇒ νέα ελληνικά (σε διαλεκτικές μορφές)
Ρήμα
επεξεργασίακαμμύω
- ποιητικός τύπος & επικός τύπος του καταμύω (συχνά σε ελληνιστικά κείμενα)
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 6.10
- ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 6.10
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- καμμύω, καταμύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- καμμύω σελ.3601, καταμύω σελ.3711 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)