Ετυμολογία

επεξεργασία
καμμύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμμύω, επικός τύπος του καταμύω

καμμύω ιδιωματικό ή (καθαρεύουσα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

πολύ συχνότερο σε τοπικές διαλέκτους [1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καμμύω [& σχόλια] - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμμύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμμύω

καμμύω

  1. (μεταβατικό) κλείνω τα μάτια (κάποιου)
  2. (αμετάβατο) κλείνω τα μάτια (μου)
    → δείτε παράθεμα στο καμμυῶντας
  3. (αμετάβατο) κοιμάμαι
  4. (αμετάβατο) πεθαίνω
  5. (αμετάβατο, μεταφορικά) παραβλέπω, αδιαφορώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

και δείτε απογόνους τους στις νεοελληνικές διαλέκτους

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμμύω < καταμύω με αιολική συγκοπή της πρόθεσης κατ(ά) + μύω (μισοκλείνω τα μάτια) με αφομοίωση κατμ > καμμ[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: καμμύω νέα ελληνικά (σε διαλεκτικές μορφές)
νέα ελληνικά: καμμύω

καμμύω

  • ποιητικός τύπος & επικός τύπος του καταμύω (συχνά σε ελληνιστικά κείμενα)
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας, 6.10
    ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)