καμμύζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμμύζω < μεσαιωνική ελληνική καμμύζω < αρχαία ελληνική καμμύω
Ρήμα επεξεργασία
καμμύζω
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του καμμύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμμύζω
|