αδιαφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααδιαφορώ, πρτ.: αδιαφορούσα, αόρ.: αδιαφόρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- δεν ενδιαφέρομαι για κάτι, δεν με νοιάζει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδιαφορώ | αδιαφορούσα | θα αδιαφορώ | να αδιαφορώ | αδιαφορώντας | |
β' ενικ. | αδιαφορείς | αδιαφορούσες | θα αδιαφορείς | να αδιαφορείς | (αδιαφόρει) | |
γ' ενικ. | αδιαφορεί | αδιαφορούσε | θα αδιαφορεί | να αδιαφορεί | ||
α' πληθ. | αδιαφορούμε | αδιαφορούσαμε | θα αδιαφορούμε | να αδιαφορούμε | ||
β' πληθ. | αδιαφορείτε | αδιαφορούσατε | θα αδιαφορείτε | να αδιαφορείτε | αδιαφορείτε | |
γ' πληθ. | αδιαφορούν(ε) | αδιαφορούσαν(ε) | θα αδιαφορούν(ε) | να αδιαφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδιαφόρησα | θα αδιαφορήσω | να αδιαφορήσω | αδιαφορήσει | ||
β' ενικ. | αδιαφόρησες | θα αδιαφορήσεις | να αδιαφορήσεις | αδιαφόρησε | ||
γ' ενικ. | αδιαφόρησε | θα αδιαφορήσει | να αδιαφορήσει | |||
α' πληθ. | αδιαφορήσαμε | θα αδιαφορήσουμε | να αδιαφορήσουμε | |||
β' πληθ. | αδιαφορήσατε | θα αδιαφορήσετε | να αδιαφορήσετε | αδιαφορήστε | ||
γ' πληθ. | αδιαφόρησαν αδιαφορήσαν(ε) |
θα αδιαφορήσουν(ε) | να αδιαφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδιαφορήσει | είχα αδιαφορήσει | θα έχω αδιαφορήσει | να έχω αδιαφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδιαφορήσει | είχες αδιαφορήσει | θα έχεις αδιαφορήσει | να έχεις αδιαφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδιαφορήσει | είχε αδιαφορήσει | θα έχει αδιαφορήσει | να έχει αδιαφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδιαφορήσει | είχαμε αδιαφορήσει | θα έχουμε αδιαφορήσει | να έχουμε αδιαφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδιαφορήσει | είχατε αδιαφορήσει | θα έχετε αδιαφορήσει | να έχετε αδιαφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδιαφορήσει | είχαν αδιαφορήσει | θα έχουν αδιαφορήσει | να έχουν αδιαφορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαφορώ