αδιάφορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάφορος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιάφορος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + διάφορος < διαφέρω.[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈði̯a.fo.ɾos/ & /aˈðʝa.fo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐διά‐φο‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
αδιάφορος, -η, -ο
- που δε δείχνει ενδιαφέρον για κάτι
- ↪ προσπάθησα να του μιλήσω, αλλά ήταν εντελώς αδιάφορος
- που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, δεν έχει καμία σημασία
- ↪ μου είναι αδιάφορος ο τρόπος, αρκεί να πετύχουμε τον στόχο μας
- (μετρική) → δείτε τον όρο αδιάφορη συλλαβή
Εκφράσεις επεξεργασία
- μου είναι αδιάφορο: δεν με ενδιαφέρει
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διαφέρω και φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάφορος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδιάφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.