↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάφορος η διάφορη το διάφορο
      γενική του διάφορου της διάφορης του διάφορου
    αιτιατική τον διάφορο τη διάφορη το διάφορο
     κλητική διάφορε διάφορη διάφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάφοροι οι διάφορες τα διάφορα
      γενική των διάφορων των διάφορων των διάφορων
    αιτιατική τους διάφορους τις διάφορες τα διάφορα
     κλητική διάφοροι διάφορες διάφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάφορος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.fo.ɾos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐ά‐φο‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

διάφορος, -η, -ο

  1. διαφορετικός
  2. (μαθηματικά) δεν είναι ίσος, ο άνισος και συμβολίζεται:

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διαφέρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάφορος τὸ διάφορον
      γενική τοῦ/τῆς διαφόρου τοῦ διαφόρου
      δοτική τῷ/τῇ διαφόρ τῷ διαφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάφορον τὸ διάφορον
     κλητική ! διάφορε διάφορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάφοροι τὰ διάφορ
      γενική τῶν διαφόρων τῶν διαφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαφόροις τοῖς διαφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαφόρους τὰ διάφορ
     κλητική ! διάφοροι διάφορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαφόρω τὼ διαφόρω
      γεν-δοτ τοῖν διαφόροιν τοῖν διαφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάφορος < διαφέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

διάφορος, -ος, -ον

  1. διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 83.1
    οὐ μέντοι αἵ γε μαντηίαι σφι κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰσι.
    Στους Αιγυπτίους ωστόσο οι μαντείες δεν γίνονται με έναν τρόπο και τον ίδιο αλλά με διάφορους.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κάποιον, ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός
  3. διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος
  4. αυτός που σηματοδοτεί τη διαφορά, κερδοφόρος, σύμφορος, σημαντικός
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 3.3
    τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον, λιμένος τε προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ᾽ ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους, καὶ βεβαίους ἅμα τοῦ χωρίου φύλακας ἔσεσθαι.
    Αλλά εκείνος πίστευε ότι το μέρος αυτό ήταν πολύ καταλληλότερο από κάθε άλλο. Είχε λιμάνι και οι Μεσσήνιοι, άλλοτε κάτοικοι της περιοχής, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λακεδαιμονίους, θα μπορούσαν, με ορμητήριο την Πύλο, να τους προξενούν μεγάλες ζημίες στο έδαφός τους και να είναι οι ασφαλέστεροι φρουροί της τοποθεσίας.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  5. διφορούμενος, αμφίσημος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διαφέρω