διάφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάφορος | η | διάφορη | το | διάφορο |
γενική | του | διάφορου | της | διάφορης | του | διάφορου |
αιτιατική | τον | διάφορο | τη | διάφορη | το | διάφορο |
κλητική | διάφορε | διάφορη | διάφορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάφοροι | οι | διάφορες | τα | διάφορα |
γενική | των | διάφορων | των | διάφορων | των | διάφορων |
αιτιατική | τους | διάφορους | τις | διάφορες | τα | διάφορα |
κλητική | διάφοροι | διάφορες | διάφορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάφορος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.fo.ɾos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ά‐φο‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαδιάφορος, -η, -ο
- διαφορετικός
- (μαθηματικά) δεν είναι ίσος, ο άνισος και συμβολίζεται: ≠
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαφόριστα (επίρρημα)
- αδιάφορος & συγγενικά
- διαφορά
- διαφορίζω, διαφορίζομαι
- διαφορετικός & συγγενικά
- διαφόρηση
- διαφορικό
- διαφορισμός
- διάφορο
→ και δείτε τη λέξη διαφέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάφορος
Πηγές
επεξεργασία- διάφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διάφορος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάφορος < διαφέρω
Επίθετο
επεξεργασίαδιάφορος, -ος, -ον
- διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 83.1
- οὐ μέντοι αἵ γε μαντηίαι σφι κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰσι.
- Στους Αιγυπτίους ωστόσο οι μαντείες δεν γίνονται με έναν τρόπο και τον ίδιο αλλά με διάφορους.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὐ μέντοι αἵ γε μαντηίαι σφι κατὰ τὠυτὸ ἑστᾶσι, ἀλλὰ διάφοροί εἰσι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 83.1
- αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κάποιον, ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός
- διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος
- αυτός που σηματοδοτεί τη διαφορά, κερδοφόρος, σύμφορος, σημαντικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 3.3
- τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον, λιμένος τε προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ᾽ ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους, καὶ βεβαίους ἅμα τοῦ χωρίου φύλακας ἔσεσθαι.
- Αλλά εκείνος πίστευε ότι το μέρος αυτό ήταν πολύ καταλληλότερο από κάθε άλλο. Είχε λιμάνι και οι Μεσσήνιοι, άλλοτε κάτοικοι της περιοχής, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λακεδαιμονίους, θα μπορούσαν, με ορμητήριο την Πύλο, να τους προξενούν μεγάλες ζημίες στο έδαφός τους και να είναι οι ασφαλέστεροι φρουροί της τοποθεσίας.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον, λιμένος τε προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ᾽ ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους, καὶ βεβαίους ἅμα τοῦ χωρίου φύλακας ἔσεσθαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 3.3
- διφορούμενος, αμφίσημος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη διαφέρω
Πηγές
επεξεργασία- διάφορος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διάφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.