διάφορων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ˈa.fo.ron/ & /ˈðʝa.fo.ron/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιάφορων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιάφορων ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του διάφορο