διαφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαφορίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
διαφορίζω
- (μαθηματικά) με υπολογισμούς βρίσκω την παράγωγο μιας συνάρτησης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφορίζω