παραγωγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραγωγίζω
- (μαθηματικά) με υπολογισμούς βρίσκω την παράγωγο μιας συνάρτησης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγωγίζω | παραγώγιζα | θα παραγωγίζω | να παραγωγίζω | παραγωγίζοντας | |
β' ενικ. | παραγωγίζεις | παραγώγιζες | θα παραγωγίζεις | να παραγωγίζεις | παραγώγιζε | |
γ' ενικ. | παραγωγίζει | παραγώγιζε | θα παραγωγίζει | να παραγωγίζει | ||
α' πληθ. | παραγωγίζουμε | παραγωγίζαμε | θα παραγωγίζουμε | να παραγωγίζουμε | ||
β' πληθ. | παραγωγίζετε | παραγωγίζατε | θα παραγωγίζετε | να παραγωγίζετε | παραγωγίζετε | |
γ' πληθ. | παραγωγίζουν(ε) | παραγώγιζαν παραγωγίζαν(ε) |
θα παραγωγίζουν(ε) | να παραγωγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγώγισα | θα παραγωγίσω | να παραγωγίσω | παραγωγίσει | ||
β' ενικ. | παραγώγισες | θα παραγωγίσεις | να παραγωγίσεις | παραγώγισε | ||
γ' ενικ. | παραγώγισε | θα παραγωγίσει | να παραγωγίσει | |||
α' πληθ. | παραγωγίσαμε | θα παραγωγίσουμε | να παραγωγίσουμε | |||
β' πληθ. | παραγωγίσατε | θα παραγωγίσετε | να παραγωγίσετε | παραγωγίστε | ||
γ' πληθ. | παραγώγισαν παραγωγίσαν(ε) |
θα παραγωγίσουν(ε) | να παραγωγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγωγίσει | είχα παραγωγίσει | θα έχω παραγωγίσει | να έχω παραγωγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγωγίσει | είχες παραγωγίσει | θα έχεις παραγωγίσει | να έχεις παραγωγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραγωγίσει | είχε παραγωγίσει | θα έχει παραγωγίσει | να έχει παραγωγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγωγίσει | είχαμε παραγωγίσει | θα έχουμε παραγωγίσει | να έχουμε παραγωγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγωγίσει | είχατε παραγωγίσει | θα έχετε παραγωγίσει | να έχετε παραγωγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγωγίσει | είχαν παραγωγίσει | θα έχουν παραγωγίσει | να έχουν παραγωγίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγωγίζω
|