Δείτε επίσης: παραγωγός

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

παράγωγος, -η, ο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη παράγω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγωγος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράγωγος τὸ παράγωγον
      γενική τοῦ/τῆς παραγώγου τοῦ παραγώγου
      δοτική τῷ/τῇ παραγώγ τῷ παραγώγ
    αιτιατική τὸν/τὴν παράγωγον τὸ παράγωγον
     κλητική ! παράγωγε παράγωγον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράγωγοι τὰ παράγωγ
      γενική τῶν παραγώγων τῶν παραγώγων
      δοτική τοῖς/ταῖς παραγώγοις τοῖς παραγώγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παραγώγους τὰ παράγωγ
     κλητική ! παράγωγοι παράγωγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραγώγω τὼ παραγώγω
      γεν-δοτ τοῖν παραγώγοιν τοῖν παραγώγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγωγος < παράγ(ω) + -ος

παράγωγος, -ος, ον

  1. ευκίνητος, μετακινούμενος
  2. που παράγεται από κάτι άλλο
  3. ελληνιστική σημασία , γραμματική, για λέξη) παράγωγη λέξη

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη παράγω