παράγωγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈɣo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐γω‐γος
- τονικό παρώνυμο: παραγωγός
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- παράγωγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγωγος (που μπορεί να μετακινηθεί) [1]
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική produit
Επίθετο επεξεργασία
παράγωγος, -η, ο
- αυτός που προέρχεται (παράγεται) από κάτι άλλο
- ↪ τα παράγωγα προϊόντα του πετρελαίου
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- απαράγωγος
- ενεργοπαράγωγος
- συμπαράγωγος
- λήγουν σε -παράγωγος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παράγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
(επίθετο)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- παράγωγος < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παράγωγος (στον αρχαίο τύπο: η παράγωγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράγωγος θηλυκό
- (μαθηματικά) η συνάρτηση εκείνη που η τιμή της για κάθε τιμή εισόδου αντιστοιχεί στο ρυθμό μεταβολής της τιμής μίας αρχικής συνάρτησης για την ίδια τιμή εισόδου (για τις τιμές εισόδου εκείνες που ο ρυθμός μεταβολής της αρχικής συνάρτησης μπορεί να οριστεί)
- → δείτε το παράγωγο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παράγωγος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
όρος της μαθηματικής ανάλυσης
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παράγωγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παράγωγος, -ος, ον
- ευκίνητος, μετακινούμενος
- που παράγεται από κάτι άλλο
- ελληνιστική σημασία , γραμματική, για λέξη) παράγωγη λέξη
Παράγωγα επεξεργασία
- παραγώγος (επίρρημα)
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παράγω
Πηγές επεξεργασία
- παράγωγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. «παράγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.