παράγωγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράγωγο | τα | παράγωγα |
γενική | του | παράγωγου & παραγώγου |
των | παράγωγων & παραγώγων |
αιτιατική | το | παράγωγο | τα | παράγωγα |
κλητική | παράγωγο | παράγωγα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράγωγο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράγωγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράγωγο ουδέτερο
- κάτι που παράγεται από κάτι άλλο, παράγωγο προϊόν
- το πετρέλαιο κίνησης είναι παράγωγο του αργού πετρελαίου
- (γραμματική) η λέξη που παράγεται από άλλη
- (χρηματοοικονομικά) επενδυτικό προϊόν του οποίου η αξία είναι συνάρτηση της αξίας περισσότερων ή ενός άλλου (συνήθως διαπραγματεύσιμου σε κάποια αγορά αξιών) αξιογράφου, μετρήσιμου αγαθού, κατάστασης ή φαινομένου