Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιόγραφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αξιόγραφ
ο
τα
αξιόγραφ
α
γενική
του
αξιογράφ
ου
&
αξιόγραφ
ου
των
αξιογράφ
ων
αιτιατική
το
αξιόγραφ
ο
τα
αξιόγραφ
α
κλητική
αξιόγραφ
ο
αξιόγραφ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιόγραφο
<
αξία
+
-ο-
+
γράφω
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αξιόγραφο
ουδέτερο
(
οικονομία
) (επίσημο)
έγγραφο
που δηλώνει ή αντιπροσωπεύει κάποιο
ποσό
ή
αξία
που ανήκει στον κάτοχο του
αξιόγραφου
Συνώνυμα
επεξεργασία
εγγύηση
χρεόγραφο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μετοχή
ομολογία
συναλλαγματική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιόγραφο
αγγλικά
:
security
(en)
ρουμανικά
:
securitate
(ro)