Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνάρτηση οι συναρτήσεις
      γενική της συνάρτησης* των συναρτήσεων
    αιτιατική τη συνάρτηση τις συναρτήσεις
     κλητική συνάρτηση συναρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
(μαθηματικά) Οι αντιστοιχίσεις b), c) και d) είναι συναρτήσεις. Η αντιστοίχιση a) δεν αποτελεί συνάρτηση διότι υπάρχει στοιχείο του συνόλου ορισμού που αντιστοιχίζεται σε δύο διαφορετικά στοιχεία του συνόλου τιμών

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνάρτηση < συναρτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνάρτηση θηλυκό

  1. η αλληλεξάρτηση ενός στοιχείου από κάποιο άλλο
    η τελική επιλογή μου ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων
    ο μισθός σου θα είναι συνάρτηση του τι μπορείς να προσφέρεις στην εταιρεία
  2. (μαθηματικά) ή απεικόνιση, η αντιστοίχιση κάθε στοιχείου ενός συνόλου (σύνολο ορισμού) με ένα και μόνο ένα στοιχείο ενός άλλου συνόλου (σύνολο τιμών)
    Δείτε επίσης: συνάρτηση στην Βικιπαίδεια
  3. (μαθηματικά) (κατ’ επέκταση) ο μαθηματικός τύπος που καταγράφει τον τρόπο αντιστοίχησης
  4. (πληροφορική) υποπρόγραμμα που δέχεται ορίσματα ως παραμέτρους, εκτελεί συγκεκριμένη εργασία και επιστρέφει μία τιμή, σε αντίθεση με την διαδικασία που δεν επιστρέφει.[1]
    Έχει δύο κύρια μέρη: την επικεφαλίδα και το σώμα
    υπερώνυμα: άρθρωμα
    υπώνυμα: αναδρομική συνάρτηση, επανάκληση, συνάρτηση κατατεμαχισμού
    Δείτε επίσης: δραστηριοποίηση συνάρτησης, διαβίβαση παραμέτρων, εντολή κλήσης συνάρτησης, πλαίσιο στοίβας, στοίβα εκτέλεσης, εντολή return

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία