Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνάρτηση οι συναρτήσεις
      γενική της συνάρτησης* των συναρτήσεων
    αιτιατική τη συνάρτηση τις συναρτήσεις
     κλητική συνάρτηση συναρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
(μαθηματικά) Οι αντιστοιχίσεις b), c) και d) είναι συναρτήσεις. Η αντιστοίχιση a) δεν αποτελεί συνάρτηση διότι υπάρχει στοιχείο του συνόλου ορισμού που αντιστοιχίζεται σε δύο διαφορετικά στοιχεία του συνόλου τιμών

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνάρτηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνάρτη(σις) (λογική συνοχή) + -ση → δείτε τη λέξη συναρτώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈnaɾ.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νάρ‐τη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνάρτηση θηλυκό [3]

  1. η αλληλεξάρτηση ενός στοιχείου από κάποιο άλλο
    Η τελική επιλογή μου ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων.
    Ο μισθός σου θα είναι συνάρτηση του τι μπορείς να προσφέρεις στην εταιρεία.
  2. (μαθηματικά) ή απεικόνιση, η αντιστοίχιση κάθε στοιχείου ενός συνόλου (σύνολο ορισμού) με ένα και μόνο ένα στοιχείο ενός άλλου συνόλου (σύνολο τιμών)
    → δείτε επίσης  συνάρτηση στη Βικιπαίδεια  
  3. (μαθηματικά, κατ’ επέκταση) ο μαθηματικός τύπος που καταγράφει τον τρόπο αντιστοίχησης
  4. (πληροφορική) υποπρόγραμμα που δέχεται ορίσματα ως παραμέτρους, εκτελεί συγκεκριμένη εργασία και επιστρέφει μία τιμή, σε αντίθεση με την διαδικασία που δεν επιστρέφει.[4]
    Έχει δύο κύρια μέρη: την επικεφαλίδα και το σώμα
    υπερώνυμα: άρθρωμα
    υπώνυμα: αναδρομική συνάρτηση, επανάκληση, συνάρτηση κατατεμαχισμού
    Δείτε επίσης: δραστηριοποίηση συνάρτησης, διαβίβαση παραμέτρων, εντολή κλήσης συνάρτησης, πλαίσιο στοίβας, στοίβα εκτέλεσης, εντολή return

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη συναρτώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνάρτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συναρτώ, συνάρτησηΜπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. συνάρτησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C, σελ. 85, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22