συνάρτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνάρτηση | οι | συναρτήσεις |
γενική | της | συνάρτησης* | των | συναρτήσεων |
αιτιατική | τη | συνάρτηση | τις | συναρτήσεις |
κλητική | συνάρτηση | συναρτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναρτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνάρτηση < συναρτώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνάρτηση θηλυκό
- η αλληλεξάρτηση ενός στοιχείου από κάποιο άλλο
- η τελική επιλογή μου ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων
- ο μισθός σου θα είναι συνάρτηση του τι μπορείς να προσφέρεις στην εταιρεία
- (μαθηματικά) ή απεικόνιση, η αντιστοίχιση κάθε στοιχείου ενός συνόλου (σύνολο ορισμού) με ένα και μόνο ένα στοιχείο ενός άλλου συνόλου (σύνολο τιμών)
- Δείτε επίσης: συνάρτηση στην Βικιπαίδεια
- (μαθηματικά) (κατ’ επέκταση) ο μαθηματικός τύπος που καταγράφει τον τρόπο αντιστοίχησης
- (πληροφορική) υποπρόγραμμα που δέχεται ορίσματα ως παραμέτρους, εκτελεί συγκεκριμένη εργασία και επιστρέφει μία τιμή, σε αντίθεση με την διαδικασία που δεν επιστρέφει.[1]
- Έχει δύο κύρια μέρη: την επικεφαλίδα και το σώμα
- υπερώνυμα: άρθρωμα
- υπώνυμα: αναδρομική συνάρτηση, επανάκληση, συνάρτηση κατατεμαχισμού
- Δείτε επίσης: δραστηριοποίηση συνάρτησης, διαβίβαση παραμέτρων, εντολή κλήσης συνάρτησης, πλαίσιο στοίβας, στοίβα εκτέλεσης, εντολή return
επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C, σελ. 85, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22