αλληλεξάρτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλεξάρτηση | οι | αλληλεξαρτήσεις |
γενική | της | αλληλεξάρτησης* | των | αλληλεξαρτήσεων |
αιτιατική | την | αλληλεξάρτηση | τις | αλληλεξαρτήσεις |
κλητική | αλληλεξάρτηση | αλληλεξαρτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεξαρτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλληλεξάρτηση < αλληλ- + εξάρτηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interdépendance[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλληλεξάρτηση θηλυκό
- (λόγιο) η αμοιβαία εξάρτηση, η δυναμική σχέση κατά την οποία δύο ή περισσότερες οντότητες επηρεάζουν και διαμορφώνουν η μία την πορεία της άλλης, καθώς καμία δεν μπορεί να λειτουργήσει πλήρως ανεξάρτητα από την άλλη
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλεξάρτηση
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αλληλεξάρτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αλληλεξάρτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας