Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική funkcja funkcje
γενική funkcji funkcji/funkcyj
δοτική funkcji funkcjom
αιτιατική funkcję funkcje
οργανική funkcją funkcjami
τοπική funkcji funkcjach
κλητική funkcjo funkcje

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

funkcja (pl) θηλυκό

  1. λειτουργία, δουλειά, σκοπός
  2. συνάρτηση