function
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
function (en)
- λειτουργία (ο τρόπος εργασίας ενός συστήματος ή ενός μέρους του, ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος)
- (μαθηματικά) συνάρτηση
- (πληροφορική) συνάρτηση
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
μαθηματικά:
πληροφορική:
ΡήμαΕπεξεργασία
function (en)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- function στην αγγλική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) Tutorial on Object Oriented Programming. Πρόσβαση 2020-10-07.