function
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
function | functions |
function (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η λειτουργία, ο τρόπος εργασίας ενός συστήματος ή ενός μέρους του, ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος
- ⮡ the function of the heart - η λειτουργία της καρδίας
- ⮡ biological function - βιολογική λειτουργία
- (μαθηματικά) συνάρτηση
- (πληροφορική) συνάρτηση
- ※ Programming without functions would be like cooking without salt and spices [1]
- «Ο προγραμματισμός χωρίς συναρτήσεις θα ήταν σαν το μαγείρεμα χωρίς αλάτι και μπαχαρικά»
- ※ Function parameters are listed inside the parentheses (...) in the function definition. [2]
- «Οι παράμετροι της συνάρτησης παρατίθενται εντός των παρενθέσεων (...) στον ορισμό της συνάρτησης.»
- υπερώνυμα: module
- συντομογραφίες: func, funct
- ※ Programming without functions would be like cooking without salt and spices [1]
Υπώνυμα
επεξεργασίαμαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών:
πληροφορική:
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαμαθηματικά:
πληροφορική:
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | function |
γ΄ ενικό ενεστώτα | functions |
αόριστος | functioned |
παθητική μετοχή | functioned |
ενεργητική μετοχή | functioning |
function (en)
- (αμετάβατο) λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- function στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Tutorial on Object Oriented Programming. Πρόσβαση 2020-10-07.
- ↑ (αγγλικά) JavaScript Functions. Πρόσβαση 2021-03-09.
Πηγές
επεξεργασία- function (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- function (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497, 497-498. ISBN 9780194325684., λήμμα: λειτουργία, λειτουργώ