Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
function functions

function (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η λειτουργία, ο τρόπος εργασίας ενός συστήματος ή ενός μέρους του, ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος
    ⮡  the function of the heart - η λειτουργία της καρδίας
    ⮡  biological function - βιολογική λειτουργία
  2. (μαθηματικά) συνάρτηση
  3. (πληροφορική) συνάρτηση
    ※  Programming without functions would be like cooking without salt and spices [1]
    «Ο προγραμματισμός χωρίς συναρτήσεις θα ήταν σαν το μαγείρεμα χωρίς αλάτι και μπαχαρικά»
    ※  Function parameters are listed inside the parentheses (...) in the function definition. [2]
    «Οι παράμετροι της συνάρτησης παρατίθενται εντός των παρενθέσεων (...) στον ορισμό της συνάρτησης.»
    υπερώνυμα: module
    συντομογραφίες: func, funct

μαθηματικά, επιστήμη υπολογιστών:

πληροφορική:

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

μαθηματικά:

πληροφορική:

ενεστώτας function
γ΄ ενικό ενεστώτα functions
αόριστος functioned
παθητική μετοχή functioned
ενεργητική μετοχή functioning

function (en)

  • (αμετάβατο) λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  I do not know how the heart functions.
    Δεν ξέρω πώς λειτουργεί η καρδιά.
    ⮡  when the engine/the service functions well - όταν η μηχανή/η υπηρεσία λειτουργεί καλά
     συνώνυμα: run, operate

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • function στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) Tutorial on Object Oriented Programming. Πρόσβαση 2020-10-07.
  2. (αγγλικά) JavaScript Functions. Πρόσβαση 2021-03-09.