method
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
method (en) (for, [πολύ σπανιότερο: of])
- η μέθοδος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος
- ≈ συνώνυμα: member function (κυρίως στη C++)
- δείτε επίσης: Method (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
πληροφορική:
- abstract method
- accessor method ή getter method
- class method
- mutator method ή setter method
- static method
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- method στην αγγλική Βικιπαίδεια