Ετυμολογία

επεξεργασία
listener < listen + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɪs(ə)nə/ (βρετανικό)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
listener listeners

listener (en)

  1. ο ακροατής
  2. (πληροφορική, προγραμματισμός) η συνάρτηση (function) που εκτελείται ως απάντηση σε ένα συμβάν (event)
     συνώνυμα: event handler

Υπερώνυμα

επεξεργασία

(πληροφορική)

Δείτε επίσης

επεξεργασία