listen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | listen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | listens |
αόριστος | listened |
παθητική μετοχή | listened |
ενεργητική μετοχή | listening |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlisten (en)
- (αμετάβατο) ακούω με προσοχή
- ⮡ Listen to me! - Άκουσε με!
- ⮡ I am listening to an epic song.
- Ακούω ένα επικό τραγούδι.
- ⮡ What do you want to listen to?
- Τι θέλεις να ακούσεις;
- ⮡ Won’t we listen to music in the car?
- Δε θα ακούσουμε μουσική στο αυτοκίνητο;
- συγκρίνετε με το hear
- (αμετάβατο) ακούω τις οδηγίες
- ⮡ You should listen to your parents.
- Πρέπει ν’ακούς τους γονείς σου.
- ⮡ You should listen to your parents.