ενεστώτας listen
γ΄ ενικό ενεστώτα listens
αόριστος listened
παθητική μετοχή listened
ενεργητική μετοχή listening

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɪs.ən/ & /ˈlɪs.n̩/ (βρετανικό)
 

listen (en)

  1. (αμετάβατο) ακούω με προσοχή
    ⮡  Listen to me! - Άκουσε με!
    ⮡  I am listening to an epic song.
    Ακούω ένα επικό τραγούδι.
    ⮡  What do you want to listen to?
    Τι θέλεις να ακούσεις;
    ⮡  Won’t we listen to music in the car?
    Δε θα ακούσουμε μουσική στο αυτοκίνητο;
    συγκρίνετε με το hear
  2. (αμετάβατο) ακούω τις οδηγίες
    ⮡  You should listen to your parents.
    Πρέπει ν’ακούς τους γονείς σου.

Παράγωγα

επεξεργασία