hear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hears |
αόριστος | heard |
παθητική μετοχή | heard |
ενεργητική μετοχή | hearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhear (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω ήχους με τα αυτιά μου
- ↪ Can you hear me?
- Μπορείς να με ακούσεις;
- ↪ Can you hear anything?
- Ακούς τίποτα;
- ↪ He doesn’t hear well.
- Δεν ακούει καλά.
- ↪ I heard him laughing/say so.
- Τον άκουσα να γελάει/να το λέει.
- ↪ The noise could be heard from the road/from a mile away.
- Η φασαρία ακουγόταν από το δρόμο/από ένα μίλι.
- συγκρίνετε με το listen
- ↪ Can you hear me?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω, μαθαίνω, παίρνω ειδήσεις, ενημερώνομαι για κάποιες πληροφορίες
- ↪ Did you hear the news/about his illness?
- Άκουσες/έμαθες τα νέα/για την αρρώστεια του;
- ↪ I hear you’re going abroad.
- Ακούω πως θα πας στο εξωτερικό.
- ↪ I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
- Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
- ↪ Chances are he’s heard of it by now.
- Θα το έχει μάλλον μάθει τώρα.
- ↪ I haven’t heard from him in a month.
- Έχω ένα μήνα να πάρω ειδήσεις του.
- ↪ I am looking forward to hearing from you.
- Περιμένω ειδήσεις σου με ανυπομονησία.
- ↪ Did you hear the news/about his illness?
Πηγές
επεξεργασία- hear - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακούω, είδηση