ενεστώτας hear
γ΄ ενικό ενεστώτα hears
αόριστος heard
παθητική μετοχή heard
ενεργητική μετοχή hearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /hɪə(ɹ)/ & /hɪː(ɹ)/
ομόηχο: here

hear (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω ήχους με τα αυτιά μου
    Can you hear me?
    Μπορείς να με ακούσεις;
    Can you hear anything?
    Ακούς τίποτα;
    He doesn’t hear well.
    Δεν ακούει καλά.
    I heard him laughing/say so.
    Τον άκουσα να γελάει/να το λέει.
    The noise could be heard from the road/from a mile away.
    Η φασαρία ακουγόταν από το δρόμο/από ένα μίλι.
    συγκρίνετε με το listen
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακούω, μαθαίνω, παίρνω ειδήσεις, ενημερώνομαι για κάποιες πληροφορίες
    Did you hear the news/about his illness?
    Άκουσες/έμαθες τα νέα/για την αρρώστεια του;
    I hear you’re going abroad.
    Ακούω πως θα πας στο εξωτερικό.
    I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
    Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
    Chances are he’s heard of it by now.
    Θα το έχει μάλλον μάθει τώρα.
    I haven’t heard from him in a month.
    Έχω ένα μήνα να πάρω ειδήσεις του.
    I am looking forward to hearing from you.
    Περιμένω ειδήσεις σου με ανυπομονησία.