ενεστώτας hear of
γ΄ ενικό ενεστώτα hears of
αόριστος heard of
παθητική μετοχή heard of
ενεργητική μετοχή hearing of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hear of < → δείτε τις λέξεις hear και of

hear of (en)

  1. έχω ακουστά, μαθαίνω, ακούω, ξέρω για κάποιον ή κάτι γιατί μου έχουν πει γι' αυτό(ν)
    ⮡  I had heard of him, but I never happened to meet him in person.
    Τον είχα ακουστά, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά.
    ⮡  I heard of the tale from my grandfather.
    Το παραμύθι το ΄χω ακουστά από τον παππού μου.
    ⮡  I heard of his resignation from the radio.
    Έμαθα για την παραίτηση του από το ραδιόφωνο.
    ⮡  Chances are he has heard of it by now.
    Θα το έχει μάλλον μάθει τώρα.
    ⮡  I didn’t hear of anything else (that’s all they were talking about) all day.
    Δεν άκουσα τίποτα άλλο (όλο γι' αυτό μιλούσανε) όλη την ημέρα.
    ⮡  Who has heard of such a thing before?
    Πού ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα;
  2. δεν θέλω να ακούσω κάτι, αρνούμαι να αφήσω κάποιον να μιλήσει για κάτι
    ⮡  I don't want to hear a word of it.
    Δεν θέλω να ακούσω λέξη γι' αυτό.
    ⮡  She would not hear a word of it.
    Δεν ήθελε να ακούσει λέξη γι' αυτό.