hear of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hear of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hears of |
αόριστος | heard of |
παθητική μετοχή | heard of |
ενεργητική μετοχή | hearing of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhear of (en)
- έχω ακουστά, μαθαίνω, ακούω, ξέρω για κάποιον ή κάτι γιατί μου έχουν πει γι' αυτό(ν)
- ⮡ I had heard of him, but I never happened to meet him in person.
- Τον είχα ακουστά, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά.
- ⮡ I heard of the tale from my grandfather.
- Το παραμύθι το ΄χω ακουστά από τον παππού μου.
- ⮡ I heard of his resignation from the radio.
- Έμαθα για την παραίτηση του από το ραδιόφωνο.
- ⮡ Chances are he has heard of it by now.
- Θα το έχει μάλλον μάθει τώρα.
- ⮡ I didn’t hear of anything else (that’s all they were talking about) all day.
- Δεν άκουσα τίποτα άλλο (όλο γι' αυτό μιλούσανε) όλη την ημέρα.
- ⮡ Who has heard of such a thing before?
- Πού ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα;
- ⮡ I had heard of him, but I never happened to meet him in person.
- δεν θέλω να ακούσω κάτι, αρνούμαι να αφήσω κάποιον να μιλήσει για κάτι
- ⮡ I don't want to hear a word of it.
- Δεν θέλω να ακούσω λέξη γι' αυτό.
- ⮡ She would not hear a word of it.
- Δεν ήθελε να ακούσει λέξη γι' αυτό.
- ⮡ I don't want to hear a word of it.