μαθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαθαίνω < μεσαιωνική ελληνική μαθαίνω < αρχαία ελληνική ἔμαθον, αόριστος β’ τού μανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < *men- (μιμνήσκω) + *dʰeh₁- (τίθημι)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαθαίνω, πρτ.: μάθαινα, στ.μέλλ.: θα μάθω, αόρ.: έμαθα, παθ.φωνή: μαθαίνομαι, μτχ.π.π.: μαθημένος
- αποκτώ γνώσεις πάνω σε ένα αντικείμενο
- έμαθα να οδηγώ
- ≈ συνώνυμα: ανακαλύπτω, αντιλαμβάνομαι, αποστηθίζω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ
- πληροφορούμαι μια είδηση
- διδάσκω
- προσπαθεί να του μάθει να διαβάζει, αλλά είναι πολύ μικρός ακόμα
- διδάσκομαι
- συνηθίζω να κάνω κάτι
- έμαθε να τα περιμένει όλα από τους άλλους
- απειλητική προειδοποίηση για τιμωρία
- θα σε μάθω εγώ να λές ψέματα· για τιμωρία, δε θα πας εκδρομή
- Για τους παθητικούς τύπους: → δείτε τη λέξη μαθαίνομαι (επίσης, σημειώσεις: μαθεύομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εκμανθάνω
- μαθέ, μαθές
- μαθεύομαι
- μάθημα, μαθηματάκι
- μαθητής, μαθητούδι, μαθητάκος - μαθήτρια
- μαθητικός
- μάθηση
- μαθησιακός
- μαθηταριό
- μαθητεία, μαθητευόμενος, μαθητεύω
- μαθηματικός
- μαθηματικά, μαθηματική
- μαθημένος
- μαθητιώ
- μαθητολόγιο
- μάθος
- μαθός
Σύνθετα
επεξεργασίακαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- μαθαίνω απέξω : αποστηθίζω, απομνημονεύω
- μαθαίνω από πρώτο χέρι : μαθαίνω από αξιόπιστη πηγή
- μαθαίνω νεράκι : μαθαίνω τέλεια
Παροιμίες
επεξεργασία- από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
- έμαθε η γριά στα σύκα κι εμπαινόβγαινε κι εζήτα
- μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε)
- μαθημένα τα βουνά στα χιόνια: για ανθρώπους που έχουν συνηθίσει στις ταλαιπωρίες και για αυτό έχουν αντοχή στις δύσκολες στιγμές
- τώρα στα γεράματα, μάθε, γέρο, γράμματα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαθαίνω | μάθαινα | θα μαθαίνω | να μαθαίνω | μαθαίνοντας | |
β' ενικ. | μαθαίνεις | μάθαινες | θα μαθαίνεις | να μαθαίνεις | μάθαινε | |
γ' ενικ. | μαθαίνει | μάθαινε | θα μαθαίνει | να μαθαίνει | ||
α' πληθ. | μαθαίνουμε | μαθαίναμε | θα μαθαίνουμε | να μαθαίνουμε | ||
β' πληθ. | μαθαίνετε | μαθαίνατε | θα μαθαίνετε | να μαθαίνετε | μαθαίνετε | |
γ' πληθ. | μαθαίνουν(ε) | μάθαιναν μαθαίναν(ε) |
θα μαθαίνουν(ε) | να μαθαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμαθα | θα μάθω | να μάθω | μάθει | ||
β' ενικ. | έμαθες | θα μάθεις | να μάθεις | μάθε | ||
γ' ενικ. | έμαθε | θα μάθει | να μάθει | |||
α' πληθ. | μάθαμε | θα μάθουμε | να μάθουμε | |||
β' πληθ. | μάθατε | θα μάθετε | να μάθετε | μάθετε | ||
γ' πληθ. | έμαθαν μάθαν(ε) |
θα μάθουν(ε) | να μάθουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μάθει | είχα μάθει | θα έχω μάθει | να έχω μάθει | ||
β' ενικ. | έχεις μάθει | είχες μάθει | θα έχεις μάθει | να έχεις μάθει | ||
γ' ενικ. | έχει μάθει | είχε μάθει | θα έχει μάθει | να έχει μάθει | ||
α' πληθ. | έχουμε μάθει | είχαμε μάθει | θα έχουμε μάθει | να έχουμε μάθει | ||
β' πληθ. | έχετε μάθει | είχατε μάθει | θα έχετε μάθει | να έχετε μάθει | ||
γ' πληθ. | έχουν μάθει | είχαν μάθει | θα έχουν μάθει | να έχουν μάθει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαθαίνω
|