Ετυμολογία

επεξεργασία
μάθος < αρχαία ελληνική το μάθος (η μάθηση) < αόρ. του μανθάνω, ἔμαθον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάθος ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία