μάθηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάθηση | οι | μαθήσεις |
γενική | της | μάθησης & μαθήσεως |
των | μαθήσεων |
αιτιατική | τη | μάθηση | τις | μαθήσεις |
κλητική | μάθηση | μαθήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάθηση < αρχαία ελληνική μάθησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάθηση θηλυκό
- η απόκτηση γνώσεων μέσα από γνωστικές διαδικασίες
- «Η μάθηση ως ενέργεια δημιουργίας καινούριων δομών και τεκμηρίωσης των παλιών» (Βιγκότσκι 1988)
- «Η μάθηση είναι η διαδικασία κατά την οποία το παιδί και ο έφηβος με τη δική τους δραστηριότητα αποκτούν γνώσεις δεξιότητες και ικανότητες που βοηθούν στη δική του προσωπική ανάπτυξη και στην ένταξη του στο περιβάλλον» (Ξωχέλλης)
- «Η μάθηση είναι μία πηγαία ενδογενής ανάγκη του ανθρώπου που αρχίζει μάλλον από την ενδομήτρια ζωή του ανθρώπου» (Stones 1978)