apprentissage
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
apprentissage | apprentissages |
apprentissage (fr) αρσενικό
- η εκμάθηση
- il s'est lancé dans l'apprentissage du chinois - ρίχτηκε στην εκμάθηση των κινεζικών
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
apprentissage | apprentissages |
apprentissage (fr) αρσενικό