ενικός         πληθυντικός  
apprentissage apprentissages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

apprentissage (fr) αρσενικό

  1. η εκμάθηση
    il s'est lancé dans l'apprentissage du chinois - ρίχτηκε στην εκμάθηση των κινεζικών
  2. η μαθητεία