Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
apprentissage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
apprentissage
apprentissages
Ουσιαστικό
επεξεργασία
apprentissage
(fr)
αρσενικό
η
εκμάθηση
il s'est lancé dans l'
apprentissage
du chinois - ρίχτηκε στην
εκμάθηση
των κινεζικών
η
μαθητεία