Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαθητεία οι μαθητείες
      γενική της μαθητείας των μαθητειών
    αιτιατική τη μαθητεία τις μαθητείες
     κλητική μαθητεία μαθητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μαθητεία < μαθητεύω

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

μαθητεία θηλυκό

  1. το να μαθητεύει κανείς, η εκμάθηση μιας τέχνης, ενός επαγγέλματος
    οι Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος μαθητεύει

  Μεταφράσεις Επεξεργασία