ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ουσιαστικό

επεξεργασία

stage (en)

  1. (θέατρο) η σκηνή του θεάτρου
      Not now, I am on stage.
    Όχι τώρα, βρίσκομαι επί σκηνής.
  2. το στάδιο, (φάση, βαθμίδα μιας εξελικτικής διαδικασίας)
  3. το επίπεδο σε ένα παιχνίδι
  4. η παλιά επιβατική άμαξα που εκτελεί δρομολόγια
     συνώνυμα: stagecoach

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /staʒ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

stage (fr) αρσενικό

  1. το σταζ
  2. η πρακτική άσκηση
  3. η μαθητεία