Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμαξα οι άμαξες
      γενική της άμαξας
αμάξης
των αμαξών
    αιτιατική την άμαξα τις άμαξες
     κλητική άμαξα άμαξες
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, στην έκφραση εξ αμάξης.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πορτρέτο κυρίου σε άμαξα (ανώνυμος καλλιτέχνης, μεταξύ 1850-1860)
 
επιβατική άμαξα σε τρένο

  Ετυμολογία επεξεργασία

άμαξα < αρχαία ελληνική ἅμαξα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ma.ksa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άμαξα θηλυκό

  1. (μέσο μεταφορών) όχημα με τροχούς που έλκεται συνήθως από άλογο
     συνώνυμα: αμάξι, καρότσα
  2. όχημα ως τμήμα μιας αμαξοστοιχίας
     συνώνυμα: βαγόνι
  3. (αστερισμός) η Μεγάλη Άρκτος

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία