Δείτε επίσης: ἁμαξᾶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμαξάς οι αμαξάδες
      γενική του αμαξά των αμαξάδων
    αιτιατική τον αμαξά τους αμαξάδες
     κλητική αμαξά αμαξάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αμαξάς στη Μαγιόρκα της Ισπανίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαξάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁμαξᾶς(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < ἅμαξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμαξάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο οδηγός μιας άμαξας με άλογα
    ※  Ο αμαξάς τράβηξε το άλογο στην άκρη και σταμάτησε. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. αμαξοδηγός

Συνώνυμα επεξεργασία

επίσης δείτε

  Μεταφράσεις επεξεργασία