ἅμαξα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἅμαξᾰ | αἱ | ἅμαξαι |
γενική | τῆς | ἁμάξης | τῶν | ἁμαξῶν |
δοτική | τῇ | ἁμάξῃ | ταῖς | ἁμάξαις |
αιτιατική | τὴν | ἅμαξᾰν | τὰς | ἁμάξᾱς |
κλητική ὦ! | ἅμαξᾰ | ἅμαξαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁμάξᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁμάξαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἅμαξα < ἄγω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἅμαξα θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ἐξ ἁμάξης
- ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (ἕλκει): για κάτι που γίνεται ανάποδα ή αντίστροφα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἅμαξα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἅμαξα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.