Δείτε επίσης: Ἅμαξα, άμαξα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅμαξ αἱ ἅμαξαι
      γενική τῆς ἁμάξης τῶν ἁμαξῶν
      δοτική τῇ ἁμάξ ταῖς ἁμάξαις
    αιτιατική τὴν ἅμαξᾰν τὰς ἁμάξᾱς
     κλητική ! ἅμαξ ἅμαξαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμάξ
γεν-δοτ τοῖν  ἁμάξαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἅμαξα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἅμαξα, -ης θηλυκό

  1. άμαξα
     συνώνυμα: ἀπήνη
  2. κάρο
  3. φορτίο άμαξας
  4. η άμαξα του αρότρου
     συνώνυμα: (λατινικά) currus
  5. αμαξιτός δρόμος

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία