Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμαξιτός η αμαξιτή το αμαξιτό
      γενική του αμαξιτού της αμαξιτής του αμαξιτού
    αιτιατική τον αμαξιτό την αμαξιτή το αμαξιτό
     κλητική αμαξιτέ αμαξιτή αμαξιτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμαξιτοί οι αμαξιτές τα αμαξιτά
      γενική των αμαξιτών των αμαξιτών των αμαξιτών
    αιτιατική τους αμαξιτούς τις αμαξιτές τα αμαξιτά
     κλητική αμαξιτοί αμαξιτές αμαξιτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαξιτός < αρχαία ελληνική ἁμαξιτός < ἅμαξα (< ἄξων < ἄγω) + ἰτός (< εἶμι)

  Επίθετο επεξεργασία

αμαξιτός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

(αμαξιτός δρόμος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία