αμαξιτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμαξιτός | η | αμαξιτή | το | αμαξιτό |
γενική | του | αμαξιτού | της | αμαξιτής | του | αμαξιτού |
αιτιατική | τον | αμαξιτό | την | αμαξιτή | το | αμαξιτό |
κλητική | αμαξιτέ | αμαξιτή | αμαξιτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμαξιτοί | οι | αμαξιτές | τα | αμαξιτά |
γενική | των | αμαξιτών | των | αμαξιτών | των | αμαξιτών |
αιτιατική | τους | αμαξιτούς | τις | αμαξιτές | τα | αμαξιτά |
κλητική | αμαξιτοί | αμαξιτές | αμαξιτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμαξιτός, -ή, -ό
- κατάλληλος για την κίνηση τροχοφόρων οχημάτων
- Ο ζητιάνος το αποφάσισεν αμέσως. Αντί να περάσει τη γέφυρα και να πάρει τον αμαξιτό δρόμο, που γρήγορα θα έπαιρναν οι Αρχές, εσκέφθηκε να χωθεί με τον σύντροφό του εκεί σε μία κρυψώνα. Άμα επροσπερνούσαν εκείνοι, έπιανεν άλλον δρόμο αυτός. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 5)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμαξιτός