Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰτός ἰτή τὸ ἰτόν
      γενική τοῦ ἰτοῦ τῆς ἰτῆς τοῦ ἰτοῦ
      δοτική τῷ ἰτ τῇ ἰτ τῷ ἰτ
    αιτιατική τὸν ἰτόν τὴν ἰτήν τὸ ἰτόν
     κλητική ! ἰτέ ἰτή ἰτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰτοί αἱ ἰταί τὰ ἰτᾰ́
      γενική τῶν ἰτῶν τῶν ἰτῶν τῶν ἰτῶν
      δοτική τοῖς ἰτοῖς ταῖς ἰταῖς τοῖς ἰτοῖς
    αιτιατική τοὺς ἰτούς τὰς ἰτᾱ́ς τὰ ἰτᾰ́
     κλητική ! ἰτοί ἰταί ἰτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰτώ τὼ ἰτᾱ́ τὼ ἰτώ
      γεν-δοτ τοῖν ἰτοῖν τοῖν ἰταῖν τοῖν ἰτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰτός < εἶμι (ἰ-) + κατάληξη ρηματικού επιθέτου -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ἰτός

  • που μπορεί ή αξίζει να τον διαβεί κάποιος