δημοσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δημοσιά | οι | δημοσιές |
γενική | της | δημοσιάς | των | δημοσιών |
αιτιατική | τη | δημοσιά | τις | δημοσιές |
κλητική | δημοσιά | δημοσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδημοσιά θηλυκό
- ο δημόσιος δρόμος, συνήθως ο ασφαλτόστρωτος επαρχιακός δρόμος που ενώνει μεταξύ τους δύο οικισμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιά