Δείτε επίσης: ἀπηνής, απηνής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰπηνα-
ονομαστική ἀπήνη αἱ ἀπῆναι
      γενική τῆς ἀπήνης τῶν ἀπηνῶν
      δοτική τῇ ἀπήν ταῖς ἀπήναις
    αιτιατική τὴν ἀπήνην τὰς ἀπήνᾱς
     κλητική ! ἀπήνη ἀπῆναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπήν
γεν-δοτ τοῖν  ἀπήναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ἀπήνη < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης (δείτε -ήνη) Συγγενή: ουγκαριτική 𐎀𐎔𐎐 (ρόδα άρματος), εβραϊκή אוֹפַן (ʾōp̄án, ρόδα άρμα). Παρετυμολογική η σύνδεση με το πήνη.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπήνη θηλυκό

  1. (μέσο μεταφορών)
    1. άμαξα με τέσσερις τροχούς που σέρνεται από μουλάρια
    2. (οποιαδήποτε) άμαξα
    3. άρμα
    4. (συνεκδοχικά) μέσο μεταφοράς
  2. (μεταφορικά) ζευγάρι (όπως αδέλφια)

Δείτε επίσης

επεξεργασία