↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ήνη αἱ -ῆναι
      γενική τῆς -ήνης τῶν -ηνῶν
      δοτική τῇ -ήν ταῖς -ήναις
    αιτιατική τὴν -ήνην τὰς -ήνᾱς
     κλητική ! -ήνη -ῆναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ήν
γεν-δοτ τοῖν  -ήναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ήνη <
  1. άμεσο δάνειο από την προελληνική
  2. ή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθημα

επεξεργασία

-ήνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επίσης:
(Χρειάζεται επεξεργασία): η ανάλυση των παρακάτω σε -ήνη

  • «σαγήνη» & «κρήνη», «γαλήνη», «σελήνη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.