Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πήνη αἱ πῆναι
      γενική τῆς πήνης τῶν πηνῶν
      δοτική τῇ πήν ταῖς πήναις
    αιτιατική τὴν πήνην τὰς πήνᾱς
     κλητική ! πήνη πῆναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήν
γεν-δοτ τοῖν  πήναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πήνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)pen- (=νήθω, κλώθω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πήνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία