πήνισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πήνισμᾰ | τὰ | πηνίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | πηνίσμᾰτος | τῶν | πηνισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | πηνίσμᾰτῐ | τοῖς | πηνίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πήνισμᾰ | τὰ | πηνίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πήνισμᾰ | πηνίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηνίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πηνισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπήνισμα ουδέτερο
- το νήμα που είναι περιτυλιγμένο στο μασούρι, το υφάδι
- (ύφασμα) ύφασμα
- ※ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1313-1316 greek-language.gr
αἵ θ᾽ ὑπωρόφιοι κατὰ γωνίας
εἰειειειειειλίσσετε δακτύλοις φάλαγγες
ἱστότονα πηνίσματα, [1315]
κερκίδος ἀοιδοῦ μελέτας,- κι ω εσείς, αράχνες,
που σε ταβάνια από κάτω, σε κάθε γωνιά,
με δαχτυλιών αργαλειούς
τύτυτυτύτυτυλίγετε υφάδια [τεντωμένα στον αργαλειό]ΣτΕ, τα έργα
της κελαηδίστρας σαΐτας· - Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου
- μετάφραση κατά λέξη: → λείπει η μετάφραση
- κι ω εσείς, αράχνες,
- ※ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1313-1316 greek-language.gr
Πηγές
επεξεργασία- πήνισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήνισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.