ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πῆνος οἱ πῆνοι
      γενική τοῦ πήνου τῶν πήνων
      δοτική τῷ πήν τοῖς πήνοις
    αιτιατική τὸν πῆνον τοὺς πήνους
     κλητική ! πῆνε πῆνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήνω
γεν-δοτ τοῖν  πήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πῆνος: → δείτε τη λέξη πήνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῆνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πήνη