Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μασούρι τα μασούρια
      γενική του μασουριού των μασουριών
    αιτιατική το μασούρι τα μασούρια
     κλητική μασούρι μασούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασούρι < μεσαιωνική ελληνική μασούριον (υποκοριστικό για το οθωμανικό τουρκικό) < οθωμανική τουρκική ماسوره (masura / masra) < αραβική ماسورة (māsūra)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈsu.ri/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐σού‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασούρι ουδέτερο

  1. πρόχειρο εργαλείο από χαρτί, ξύλο ή μέταλλο σε σχήμα κυλίνδρου
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που είναι τυλιγμένο σε κύλινδρο
    πήρε από την αγορά 2 μασούρια κανέλα σε τιμή ευκαιρίας
    μάζεψε τα ψιλά σε μασούρια να τα πάμε στην τράπεζα
  3. (ειδικότερα) κέρματα τυλιγμένα σε κύλινδρο ή χαρτονομίσματα τυλιγμένα

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ας τα κάνει μασούρι (με κακόσημο υπονοούμενο που συνήθως αποφεύγεται να ειπωθεί)
  • τα κάνει μασούρια: για τσιγκούνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία