τσιγκούνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσιγκούνης | η | τσιγκούνα | το | τσιγκούνικο |
γενική | του | τσιγκούνη | της | τσιγκούνας | του | τσιγκούνικου |
αιτιατική | τον | τσιγκούνη | την | τσιγκούνα | το | τσιγκούνικο |
κλητική | τσιγκούνη | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσιγκούνηδες | οι | τσιγκούνες | τα | τσιγκούνικα |
γενική | των | τσιγκούνηδων | — | των | τσιγκούνικων | |
αιτιατική | τους | τσιγκούνηδες | τις | τσιγκούνες | τα | τσιγκούνικα |
κλητική | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιγκούνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çingene (τσιγγάνος) < ουγγρική cigány < σλαβικής προέλευσης cigan < μεσαιωνική ελληνική ἀτσίγγανος (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡu.nis/
Επίθετο
επεξεργασίατσιγκούνης, -α, -ικο
- (κυριολεκτικά) που δε θέλει να ξοδεύει καθόλου δικά του λεφτά και τα σκέφτεται συνέχεια
- Η Μαρία είναι τσιγκούνα. Το σκέφτεται να πάρει καινούρια παπούτσια, ενώ τα δικά της πάλιωσαν και δεν της λείπουν τα χρήματα.
- (μεταφορικά) που δεν προσφέρει τίποτα σε ψυχικό ή ηθικό επίπεδο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τσιγκούναρος
- τσιγκουνεύομαι
- τσιγκουνιά
- τσιγκούνικα
- τσιγκούνικος
- → δείτε τη λέξη τσιγγάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιγκούνης