Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαγκοραμμένος η σπαγκοραμμένη το σπαγκοραμμένο
      γενική του σπαγκοραμμένου της σπαγκοραμμένης του σπαγκοραμμένου
    αιτιατική τον σπαγκοραμμένο τη σπαγκοραμμένη το σπαγκοραμμένο
     κλητική σπαγκοραμμένε σπαγκοραμμένη σπαγκοραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαγκοραμμένοι οι σπαγκοραμμένες τα σπαγκοραμμένα
      γενική των σπαγκοραμμένων των σπαγκοραμμένων των σπαγκοραμμένων
    αιτιατική τους σπαγκοραμμένους τις σπαγκοραμμένες τα σπαγκοραμμένα
     κλητική σπαγκοραμμένοι σπαγκοραμμένες σπαγκοραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαγκοραμμένος < σπάγκος + -ο- + ραμμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spaŋ.go.ɾaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐γκο‐ραμ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

σπαγκοραμμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά, παρωχημένο) ραμμένος με σπάγκο[1]
  2. (μεταφορικά, προφορικό) πολύ τσιγκούνης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. σπαγγοραμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας