↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραμμένος η ραμμένη το ραμμένο
      γενική του ραμμένου της ραμμένης του ραμμένου
    αιτιατική τον ραμμένο τη ραμμένη το ραμμένο
     κλητική ραμμένε ραμμένη ραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραμμένοι οι ραμμένες τα ραμμένα
      γενική των ραμμένων των ραμμένων των ραμμένων
    αιτιατική τους ραμμένους τις ραμμένες τα ραμμένα
     κλητική ραμμένοι ραμμένες ραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ράβω

ραμμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη ράβω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία